Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

θα είναι εκεί

  • 1 там

    επίρ.
    1. εκεί, σε κείνο το μέρος•

    я там долго жил εκεί έζησα πολύν καιρό•

    кто -? ποιος είν εκεί;•

    там я провл свою молодость εκεί πέρασα τα νεανικά μου χρόν ια• -• наверху εκεί επάνω•

    там внизу εκεί κάτω•

    там же στο ίδιο μέρος.

    2. μετά, έπειτα, ύστερα•

    там видно будет μετά θα δούμε•

    там посмотрим, что делать μετά θα δούμε τι θα κάνομε.

    3. επιτακ. μόριο• τι λες (εκεί)• (περιφρ.) κάτι τιποτένιο, αμφίβολο, αόριστο.
    εκφρ.
    там и тут; там и сям; —сям; тут и там – εκεί κι εδώ• εδώ και κει•
    то тут, то -; то, то тут; то, то сям – ποτ εδώ, ποτ εκεί• πότ εκεί, πότ εδώ•
    что тамκ. чего там τίποτε δεν είναι εκεί (μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι, μη συστέλλεσαι).

    Большой русско-греческий словарь > там

  • 2 она

    она (н)её, (н)ей. (н)ею, о ней) αυτή· она там будет αυτή θα είναι εκεί· её не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы уедем без неё θα φύγουμε χωρίς αυτή· я ей напишу θα της γράψω γράμμα* мы обратимся к ней θα απευθυνόμαστε σ' αυτή· я хочу её видеть θέλω να την βλέπω· перевод сделан ею αυτή έκανε τη μετάφραση* вы с ней незнакомы? την γνωρίζετε; я говорил о ней μιλούσα γι* αυτή
    * * *
    ((н)её, (н)ей, (н)ею, о ней)

    она́ там бу́дет — αυτή θα είναι εκεί

    её не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι

    мы уе́дем без неё — θα φύγουμε χωρίς αυτή

    я ей напишу́ — θα της γράψω γράμμα

    мы обрати́мся к ней — θα απευθυνόμαστε σ'αυτή

    я хочу́ её ви́деть — θέλω να την βλέπω

    перево́д сде́лан е́ю — αυτή έκανε τη μετάφραση

    я говори́л о ней — μιλούσα γι'αυτή

    Русско-греческий словарь > она

  • 3 они

    они (н)их, (н)им, (н)ими, о них) αυτοί, αυτές, αυτά· они там ' будут ( αυτοί) θα είναι εκεί· это сделали мы. а не они το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι· их не было дома έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι* мы были у них ήμαστε σ' αυτούς* я им напишу θα τους γράψω γράμμα* пойдём к ним πάμε σ' αυτούς, πάμε να τους δούμε· перевод сделан ими τη μετάφραση την κάνανε αυτοί* пойдём с ними πάμε μαζί τους, πάμε μ' αυτούς; я узнал о них много интересного έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι' αυτούς
    * * *
    ((н)их, (н)им, (н)ими, о них)
    αυτοί, αυτές, αυτά

    они́ там бу́дут — (αυτοί) θα είναι εκεί

    э́то сде́лали мы, а не они́ — το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι

    их не́ было до́ма — έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι

    мы бы́ли у них — ήμαστε σ'αυτούς

    я им напишу́ — θα τους γράψω γράμμα

    пойдём к ним — πάμε σ'αυτούς, πάμε να τους δούμε

    перево́д сде́лан и́ми — τη μετάφραση την κάνανε αυτοί

    пойдём с ни́ми — πάμε μαζί τους, πάμε μ'αυτούς

    я узна́л о них мно́го интере́сного — έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι'αυτούς

    Русско-греческий словарь > они

  • 4 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 5 вы

    вы (вас, вам, вами, о вас ) εσείς вы готовы? είστε έτοι μοι; вы там будете? θα είστε εκεί; это сделали мы, а не вы το κάναμε εμείς, όχι σεις* у вас есть (нет ) έχετε (δεν έχετε) для вас για σας' это вам? είναι για σας; это при надлежит вам αυτό σας ανή κει я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω он вами доволен είναι ευχαριστημένος μαζί σας; он нам расскажет о вас θα μας μιλήσει για σας
    * * *
    (вас, вам, вами, о вас)

    вы гото́вы? — είστε έτοιμοι

    вы там бу́дете? — θα είστε εκεί

    э́то сде́лали мы, а не вы — το κάναμε εμείς, όχι σεις

    э́то вам? — είναι για σας

    э́то принадлежи́т вам — αυτό σας ανήκει

    он ва́ми доволе́н — είναι ευχαριστημένος μαζί σας

    он нам расска́жет — о вас θα μας μιλήσει για σας

    Русско-греческий словарь > вы

  • 6 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 7 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

  • 8 как

    как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...
    * * *
    1.
    ( вопрос) πώς

    как вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε

    как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε

    как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος

    как пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...

    2. союз
    όπως, σαν

    как хоти́те — όπως θέλετε

    как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά

    ••

    в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που

    как то́лько — μόλις

    как бы то ни́ было — όπως και να' ναι

    как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)

    как раз — ακριβώς, ίσα ίσα

    как раз во́время — ακριβώς στην ώρα

    как когда́ — εξαρτάται

    как изве́стно... — όπως είναι γνωστό

    Русско-греческий словарь > как

  • 9 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 10 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

  • 11 нет!

    нет||!
    ἔ, ὄχι!, ἔ, ὄχι δά!· право же \нет! ὄχι μά τήν ἀλήθεια·
    2. частица усил. разг (обычно не переводится):
    \нет!, ты только посмотри́, что за прелесть! γιά κύταξε τί ἀριστούργημα!·
    3. безл (не имеется) δέν ὑπάρχει, δέν ἔχω:
    \нет! писем δέν ὑπάρχουν γράμματα· \нет! сомнения δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· у него́ \нет! средств δέν ἔχει τά μέσα· у меня \нет! времени δέν ἔχω καιρό· \нет! ничего удивительного τίποτε τό περίεργον чего́ там только \нет! καί τί δέν ἔχει·
    4. безл (об отсутствии определенных лиц) перев. личн. формами δέν είμαι:
    их \нет! в саду δέν εἶναι στον κήπο· его \нет! αὐτός ἀπουσιάζει, δέν εἶναι ἐδῶ· сестры \нет! дома ἡ ἀδελφή δέν εἶναι στό σπίτι· там никого \нет! δέν ὑπάρχει κανείς ἐκεϊ· его \нет! больше (он умер) αὐτός δέν ὑπάρχει πλέον, (ἀ)πέθανε· ◊ она \нет! да и напишет ποῦ καί ποῦ γράφει· \нет! как \нет! ἄφαντος ἐγινε· свести на \нет! ἐκμηδενίζω· на \нет! и суда \нет! погов. ἀφοῦ δέν ἔχεις τί νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > нет!

  • 12 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 13 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 14 чем

    σύνδ.
    1. (σε σύγκριση) παρά, απ ότι, απο•
    - никогда κάλιο αργά, παρά ποτέ•

    медь тяжелее чем алюминий ο χαλκός είναι βαρύτερος από το αλουμίνι.

    2. όσο•

    дальше, тем лучше όσο μακριά, τόσο πιο καλά.

    3. αντί, εκεί που, από τι•

    чем торопиться, выйдем лучше раньше εκεί που να βιαστούμε, καλύτερα να βγούμε νωρίτερα•

    раньше чем πριν ακόμα, νωρίτερα απο.

    Большой русско-греческий словарь > чем

  • 15 бывать

    быва||ть
    несов
    1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:
    \быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;
    2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):
    \быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;
    3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;
    4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;
    5. (в знач. связки) είμαι:
    \быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > бывать

  • 16 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 17 помиловать

    -лую, -луешь
    ρ.σ.μ.
    1. συγχωρώ• ελεώ, ευσπλαχν ίζομαι.
    2. χαρίζω την ποινή, δίνω, απονέμω χάρη.
    3. προστκ. -луй (για αντίρρηση, αντιγνωμία, αντίθεση)• (βρε) τι λες, πως είναι δυνατόν, ακούς εκεί, τι είναι αυτά που λες.

    Большой русско-греческий словарь > помиловать

  • 18 сколько

    до сколька, по скольку, γεν. πλθ. скольких αντων. κ. επίρ. сколько.
    1. αντων. κ. επίρ. ερωτημ. πόσο, πόσα•

    сколько тебе лет? πόσα χρόνια είσαι;•

    в -их томах роман? πόσους τόμους είναι το μυθιστόρημα;•

    по -у денет пришлось на каждого? από πόσα χρήματα έπεσαν στον καθένα;

    2. επίρ. κ. αντων. πόσο• πόσος, -η, -ο•

    сколько горьких слз пролила моя мать! πόσα πικρά δάκρυα έχυσε η μάνα μου!•

    сколько е люблю! πόσο την αγαπώ!•

    сколько женщин было гам πόσες γυναίκες ήταν εκεί•

    до сколько ως πόσο (επίρ.)• ως πόσος, -η, -ο (αντων.)• до градусов температура? πόσοι βαθμοί θερμοκρασία (είναι);

    3. επίρ. βλ. насколько.
    εκφρ.
    сколько ни – όσο και να μή•
    не столько... сколько... – (συνδ.) όχι τόσο..., όσο... сколько в душе угодно ή сколько угодно ή влезет όσο θέλει η ψυχή σου ή όσο θέλεις ή όσο χωράει (άφθονα)•
    сколько лет сколько зим! – χρόνια και ζαμάνια ή χρόνια και χρόνια (έχομε να συναντηθούμε, να ιδωθούμε)•
    столько... сколько и... – τόσο..., όσο και...

    Большой русско-греческий словарь > сколько

  • 19 быть

    быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы
    * * *
    1) ( существовать) είμαι, υπάρχω
    2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαι

    где вы бы́ли? — πού είσαστε

    3) ( иметься) έχω, υπάρχω

    у меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα

    в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία

    4) (в знач. связки)

    он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος

    ••

    так и быть! — ας είναι!, έστω!

    мо́жет быть — ίσως, πιθανό

    бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…

    бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!

    Русско-греческий словарь > быть

  • 20 место

    мест||о
    с
    1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):
    рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·
    2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον
    3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:
    получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·
    4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές.

    Русско-новогреческий словарь > место

См. также в других словарях:

  • εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …   Dictionary of Greek

  • εκεί — επίρρ. τοπ., για τόπο μακρινό ή που έγινε γι αυτόν λόγος πριν 1. σ εκείνο το μέρος· α. σε στάση: Εκεί είναι το μαγαζί. β. σε κίνηση προς κάποιο τόπο: Πάμε εκεί. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό των παραπάνω σημασιών εκφέρεται μαζί με λέξεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… …   Dictionary of Greek

  • γυναικωνίτης — Ο ιδιαίτερος χώρος του σπιτιού που προοριζόταν παλαιότερα για τη διαμονή των γυναικών και, αργότερα, ο ιδιαίτερος για τις γυναίκες χώρος των χριστιανικών ναών. Η συνήθεια της απομόνωσης των γυναικών σε ιδιαίτερο χώρο ή σε μία πτέρυγα της… …   Dictionary of Greek

  • επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»